- γρύζω
- (AM γρύζω)1. (για χοίρους) γρυλλίζω2. (για πρόσωπα) μουρμουρίζωαρχ.Ι. 1. λέω «γρυ»2. υγροποιώ, λειώνωII. (ρημ. επίθ.) γρυκτός, -ή, -όνφρ. «ἆρα γρυκτόν ἐστιν ὑμῑν;» — άραγε θα τολμήσετε να βγάλετε «γρυ».[ΕΤΥΜΟΛ. < γρυ. Παράλληλη εξέλιξη εμφανίζουν τα λατ. grunnio, grundio «γρυλλίζω», αγγλοσαξον. grun(n) ian, γερμ. grunzen «γρυλλίζω»].
Dictionary of Greek. 2013.